top image food
megali1.jpg

12 Φεβρουαρίου 2020

Λέγει της ο Pωτόκριτος• "Ήκουσες τα μαντάτα,
που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;

Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.

"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν' αναδακρυώσεις και να πεις• "Pωτόκριτε καημένε,
τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."
Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,
και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.
Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,
κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον.
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα,
που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.

Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.

ΠOIHTHΣ
Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν' απομένει,
κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη.
Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει
μιά λαβωμένη τσ' Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη•

APETOYΣA
"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν.
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,
ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει,
και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' ά'θη,
μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;
Βιτσέντζος Κορνάρος
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

4

Υλικά
Βάση
2 συσκευασίες μπισκότα ορεο
100γρ. βούτυρο
Μαρμελάδα
250γρ. φράουλες
50γρ. ζάχαρη
Γκανάζ
350γρ. κουβερτούρα
350γρ. κρέμα γάλακτος
1 κουταλιά μέλι
Για γαρνίρισμα
Φράουλες

Εκτέλεση
Σε μια κατσαρόλα βάζουμε τις φράουλες με τη ζάχαρη και πιέζουμε με ένα πιρούνι να σπάσουν οι φράουλες. Βράζουμε σε μέτρια θερμοκρασία για 5 λεπτά μέχρι να εξατμιστούν τα υγρά που θα βγάλει. Αφήνουμε στην άκρη τη μαρμελάδα να κρυώσει.

5  6
Θρυμματίζουμε στο multi τα μπισκότα και μεταφέρουμε σε ένα μπολ. Προσθέτουμε το βούτυρο λιωμένο και αναμιγνύουμε πολύ καλά. Ρίχνουμε το μίγμα σε μια φόρμα και πιέζουμε με τα χέρια μας και στα τοιχώματα. Απλώνουμε πάνω τη μαρμελάδα και αφήνουμε για λίγο στο ψυγείο μέχρι να φτιάξουμε τη γέμιση.

7  8  10
Σε ένα μπολ κόβουμε τη κουβερτούρα σε μικρά κομμάτια. Ζεσταίνουμε τη κρέμα γάλακτος μέχρι να πάρει βράση και ρίχνουμε στο μπολ με τη σοκολάτα. Προσθέτουμε το μέλι και ανακατεύουμε μέχρι να έχουμε ένα ομοιόμορφο μίγμα.
Ρίχνουμε τη γκανάζ πάνω στη τάρτα και αφήνουμε στο ψυγείο να παγώσει για δυο ώρες. Γαρνίρουμε με τις φράουλες και σερβίρουμε.

11  12  13
Καλή επιτυχία!!!

1

2

3


Δείτε και άλλες νόστιμες συνταγές μας


ΣΟΚΟΛΑΤΑΚΙΑ ΜΕ ΦΟΥΝΤΟΥΚΙΑ

11



ΣΟΚΟΛΑΤΟΠΙΤΑ ΜΕ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ

11