top image food
meg.jpg

Μια συνταγή από τον αγαπητό φίλο Αναστασόπουλο Παναγιώτη έκδοτη, συγγραφέα, ζωγράφο. Έναν άνθρωπο που αγάπησε πολύ την Άνδρο και ιδιαίτερα το Κόρθι. Η αγάπη του αυτή τον οδήγησε να γράψει ένα βιβλίο για το νησί ’’Η ΑΝΔΡΟΣ ΜΟΥ. ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΡΥΣΕΣ ΣΤΟ ΚΟΡΘΙ ‘’ Έμπνευση του όπως αναφέρει και ο ιδίως «Η Άνδρος, και όταν εγώ μιλάω για Άνδρο εννοώ το Κόρθι. Δεν είναι ο τόπος που γεννήθηκα. Η ζωή μ' έφερε σ' αυτόν τον τόπο, που τον αγάπησα. Προσπαθώντας λοιπόν να τον γνωρίσω καλύτερα, άρχισα τις περιπλανήσεις, κάθε τόσο: δίπλα σε μια εκκλησιά, μια πηγή, ύστερα από ένα γεφύρι μια πηγή, μέσα σ' ένα ρέμα, μια πηγή. Πηγές, χτισμένες με κόπο, με γούστο, με μεράκι, με ωραίες εγχάρακτες επιγραφές που κρύβανε πολλά μυστικά». Μετά από δυο χρόνια περιπάτους με ήλιο και βροχή, μετά από χιλιόμετρα σε βουνά και λόφους, μετά από αμέτρητες συζητήσεις με ντόπιους κατάφερε να καταγράψει 60 πηγές στο νησί που ίσως και οι ίδιοι καλά καλά να μην γνώριζαν. Με αυτό το βιβλίο αφήνει παρακαταθήκη στις επόμενες γενεές.
Κάπως έτσι άφησε και σε μένα την συγκεκριμένη συνταγή. Όταν του ζήτησα να μου δώσει συνταγή για τη σελίδα (μιας και η μαγειρική είναι μια ακόμα αδυναμία του) μου είπε, θα σου δώσω την παραδοσιακή συνταγή για Φουρτάλια όπως την φτιάχνουν στην Άνδρο. Δεν μου χάρισε όμως μόνο αυτό... Το παρακάτω κείμενο είναι δικό του και τον ευχαριστώ πολύ για όλα….
Εύχομαι Παναγιώτη πολύ σύντομα να σε γνωρίσω και από κοντά…


ΦΟΥΡΤΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΜΑΡΙΑ


Τις μέρες του δεκαπενταύγουστου στο Γιαλό, άμα δε φυσάει, δε μπορείς να σταθείς πουθενά, εκτός κι αν είσαι χωμένος ολόκληρος στη θάλασσα.

Εκείνη την Τετάρτη δεν είχα καμιά όρεξη να τρέχω στην Αγία για μπάνιο. Ανάποδος άνθρωπος, ανάποδα πράττει, έλεγε η κυρα Κοντύλω η μάνα μου. Αποφάσισα να πάω ντάλα μεσημέρι στη Λάκα, για να δω το θείο Γιάννη και τη θεία Μαρία. Είχα καιρό να τους δω, δεν είχα και πολύ θάρρος ακόμα, νέος γαμπρός γαρ!
Πήρα το δρόμο δίπλα στον Καππαριανό ποταμό, φυσικά με τα πόδια, στην αρχή του η πλούσια βλάστηση και οι καλαμιώνες με προστάτευαν από τον Ήλιο, αλλά σαν βγήκα στο ξέφωτο με ταλιάρισε. Έβγαλα το μακό που φορούσα, το έβρεξα στο λιγοστό νερό μιας λακούβας, το έδεσα στο κεφάλι μου σα σαρίκι και συνέχισα την αποκοτιά μου με υπομονή, χαζεύοντας δεξιά κι αριστερά τα πλούσια μποστάνια.
Μισή ώρα δρόμος, τρελός πρέπει να είμαι, αλλά έφτασα. Μπήκα στο μονοπάτι, φόρεσα το ρούχο μου ξανά και κοίταξα προς το σπίτι, δέσποζε επιβλητικό στον Κάμπο, πνιγμένο στο πράσινο.
Θα 'ναι όπως το υπολογίζω διακοσίων τουλάχίστόν ετών, με τα σημάδια του χρόνου φανερά στους εξωτερικούς τοίχους, αλλά ορθό και περήφανο στο μεγαλείο του, με τις πέτρινες τοξοτές καμάρες του, τον μεγάλο φούρνο στο χαγιάτι, τη γεμάτη νερό χαβούζα, το πατητήρι πρόσφατα χρησιμοποιημένο, το άλογο αγέρωχο, δεμένο σε ένα κυπαρίσσι, δεκάδες κότες διάσπαρτες, μια όμορφη γάτα στη σκάλα με υποδέχεται πριν μ' ακούσει ο θείος Γιάννης.
Τα πέτρινα σκαλοπάτια με οδήγησαν στην ψηλοτάβανη κουζίνα, ο θείος πετάχτηκε σαν ελατήριο, τα μάτια του λάμψανε ξαφνικά -έτσι έλαμπαν κάθε φορά που με συναντούσε σε όλη του τη ζωή- μπήκα μέσα στη δροσιά. Η θεία Μαρία σκούπισε βιαστικά τα χέρια της στην μπροστοποδιά της και με φίλισε γλυκά.
Τράβηξε μια καρέκλα ο θείος να κάτσω στο μεσιανό τραπέζι και πηγε στο ντουλάπι για να πάρει δυο ποτηράκια και μια μποτίλια ρακη. Έκατσε και σέρβιρε, τσουγκρίσαμε εις υγείαν. Η θεία στριφογύριζε γύρω μας αμήχανα, έδειχνε λίγο νευρική μέχρι που άνοιξε το στόμα της: "έτσι σκέτο θα το πειράξει το παιδί Γιάννη μου, δεν έχω τίποτα να βγάλω, να κάνω μια Φουρτάλια;"

Της έγνεψε καταφατικά, η θεία πήρε φωτιά, εγώ αναρωτιώμουν τι ήταν αυτό που άκουσα, τι με περίμενε; στη δεύτερη ρακή ρώτησα το θείο, τι είναι αυτή η Φρουτάλια - Φ ο υ ρ τ ά λ ι α - τη λένε και την κάνουμε από χοιρινό λίπος, τη γλύνα, λουκάνικα που κάνουμε μόνοι μας και καπνιστο κρέας, τη λούζα όπως τη λέμε εδώ.
Η θεία στον νεροχύτη καθάριζε πατάτες, κατέβασε το μεγάλο τηγάνι, ήταν πλάτη δεν μπορούσα να δω περισσότερα, ότι είδα κλεφτά στην αρχή. Άλλο ένα τσούγκρισμα με επαναφέρει στο τραπέζι, η κουβέντα κυλάει στα χοιροσφάγια, χωρίς καν να καταλάβω τι έγινε και πόση ώρα πέρασε, η θεία Μαρία ακουμπάει μια πιατέλα στο τραπέζι. Μια χρυσοκίτρινη ομελέτα με λουκάνικα και πατάτες που η μυρουδιά της μου είχε από ώρα σπάσει τη μύτη. (Μετά από χρόνια έμαθα πως η πετυχιμένη Φουρτάλια έχει αυτήν ακριβώς τη μυρουδιά)!
Ο δυόσμος, ίσως η μαντζουράνα έχουν ορμήσει στα ρουθούνια μου και σφυροκοπάνε. Μηχανικά απλώνω το χέρι και κόβω ένα κομμάτι με το μαχαίρι, το φέρνω στο στόμα.
Πανικός, πλήθος αρωμάτων και γεύσεων πλυμηρίζουν τον ουρανίσκο μου: καπνιστό, δυόσμος, γλυκάνισος, μάραθος, πορτοκάλι; τι από όλα αυτά ή όλα αυτά μαζί; Πέρασαν χρόνια, φουρτάλια για μένα είναι αυτή που μου θυμίζει τη θεία Μαρία, μόνο!
Θεία, φέτος θα μου κάνεις;

Υλικά
2 αυγά για κάθε άτομο.
1 λουκάνικο για κάθε άτομο.
Λίγη λούζα.
Η γλύνα που περιβάλλει λουκάνικα και λούζα.
Λίγος δυόσμος φρέσκος ψιλοκομμένος.
Δυο πατάτες μέτριες για κάθε άτομο.
Αλάτι, πιπέρι και ένα ανάλογο τηγάνι.

Εκτέλεση


Βάζουμε στο τηγάνι τα λουκάνικα, τη λούζα και τη γλύνα να ψηθούν. Κόβουμε τις πατάτες λεπτές ροδέλες και αφού αποσύρουμε τα λουκάνικα και τη λούζα από το τηγάνι χαμηλώνουμε τη φωτιά λίγο και ψήνουμε τις πατάτες, μέχρι να μαλακώσουν, σκεπασμένες. Χτυπάμε τ' αυγά σε μια μπασίνα, τα αλατοπιπερώνουμε και προσθέτουμε τον δυόσμο. Αδειάζουμε τη γλύνα απο το τηγάνι προσεκτικά, επαναφέρουμε ή όχι τα λουκάνικα και ρίχνουμε το μείγμα να ψηθεί. Αφου ψηθεί από τη μια, με κατάλληλο καπάκι, γυρνάμε τη φουρτάλια να ψηθεί κι από την άλλη πλευρά.
Σερβίρεται ζεστή, αλλά είναι το ίδιο ωραία και κρύα.

1